Ανακοινώσεις

Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu
 Ο Μέγας Κανών και 
ο Άγιος Ανδρέας ο Ιεροσολυμίτης και Επίσκοπος Κρήτης


Βίος

ἅγιος Ἀνδρέας ὁ Ἱεροσολυμίτης ὑπῆρξε μιά πολύ ἀξιόλογη φυσιογνωμία στήν ἐποχή του κι ἕνας ἀπό τούς κορυφαίους ποιητές καί ὑμνογράφους μας. Εἶναι ὁ συντάκτης τοῦ θεσπεσίου Μεγάλου Κανόνος. Ἡ γνώση τοῦ βίου τοῦ μεγάλου τούτου Ἱεράρχη καί ποιητῆ δέν εἶναι ἡ ἀνάλογη μέ τήν ἀξία πού ἔχει καί τή σημασία πού ἀπόχτησε στή λειτουργική συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας ὁ Μέγας Κανών. Καί νά σκεφθεῖ κανείς ὅτι ὑπῆρξε μιά μεγάλη ἐκκλησιαστική μορφή μ᾿ ἕνα ὑπέροχο ποιμαντικό ἔργο καί μιά πλούσια συγγραφική προσφορά!
1. Καταγωγή
Γεννήθηκε γύρω στό 660 μ.Χ. στήν ξακουστή Δαμασκό, μία ἀπ᾿ τίς πιό ἀρχαῖες καί μεγάλες πόλεις τῆς Ἀνατολῆς. Ἐδῶ ἔγινε ἡ θαυμαστή ἐπιστροφή τοῦ ἀποστόλου τῶν ἐθνῶν Παύλου. Στήν πόλη τούτη βαπτίστηκε, ἔλαβε τή δωρεά τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος καί ἐκφώνησε τά πρῶτα κηρύγματά του. Γι᾿ αὐτό εἶναι τό καύχημα καί ἡ δόξα της. Ἔδωσε στήν Ἐκκλησία ἕνα «σκεῦος ἐκλογῆς» (Πράξ. 9,15)· στήν οἰκουμένη ὁλόκληρη «πατέρα καί διδάσκαλον εὐσεβείας». Καί ὁ θεῖος Παῦλος, ὅπως παρατηρεῖ ὁ βιογράφος τοῦ ἁγίου Ἀνδρέα Μακάριος Μακρῆς, τῆς ἐπιφύλαξε μιά μεγάλη τιμή· «φύειν ἄνδρας ἀγαθούς καί διδασκάλους τῷ τῆς Χριστοῦ Ἐκκλησίας πληρώματι». ῞Ενας τέτοιος καρπός ἦταν κι ὁ ἱερός Ἀνδρέας.
Ὑπῆρξε γόνος οἰκογένειας πού τή διέκρινε ἡ εὐσέβεια καί τή στόλιζε τό ἄνθος τῆς χριστιανικῆς ἀρετῆς. Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Γεώργιος καί ἡ μητέρα του Γρηγορία, «ἄνθρωποι θεοφιλεῖς τε καί κόσμιοι καί ἀρετῆς μᾶλλον ἤ τῆς κάτω κτήσεως πλούτου κομῶντες καί σεμνυνόμενοι». Μέχρι τά ἑπτά του χρόνια ὁ μικρός Ἀνδρέας ἀδυνατοῦσε νά μιλήσει. Ἡ γλώσσα του ἦταν δεμένη. ῞Οταν ὅμως συμπλήρωσε τά ἑπτά χρόνια καί ἦρθε μιά μέρα στόν ναό μέ τούς γονεῖς του γιά νά τελέσουν τή θεία Λειτουργία καί κοινώνησε τό ἄχραντο σῶμα καί αἷμα τοῦ Κυρίου, ἡ γλώσσα του κατά τρόπο θαυμαστό λύθηκε καί ἄρχισε χωρίς καμιά δυσκολία πλέον νά ὁμιλεῖ. Ἐδῶ στή Δαμασκό διδάχτηκε τά πρῶτα γράμματα καί ποτίστηκε μέ τό ἄδολο γάλα τῆς εὐσέβειας, πού πολύ σύντομα ἔγινε πόθος φλογερός πού πυρπόλησε τήν καρδιά του καί τόν παρακινοῦσε ν᾿ ἀφιερώσει τήν ὕπαρξή του στήν ἀγάπη καί τή λατρεία τοῦ Θεοῦ.
2. Ἱεροσολυμίτης
Ἡ θερμή αὐτή ἀγάπη του γιά τόν Χριστόν ὁδηγεῖ τά βήματά του σέ ἡλικία δεκαπέντε ἐτῶν περίπου στήν ῾Αγία Πόλη. Ἀποφασίζει ν᾿ ἀφιερωθεῖ στόν πανίερο ναό τῆς Ἀναστάσεως. Οἱ γονεῖς του ὄχι μόνο δέν ἀντιδροῦν ἀλλ᾿ ὅπως σημειώνουν οἱ βιογράφοι του, οἱ ἴδιοι τόν προσάγουν γιά νά τόν ἀφιερώσουν. Σημάδι καί τοῦτο τοῦ βάθους τῆς πνευματικότητας τῆς οἰκογένειας τοῦ ῾Αγίου, μές στήν ὁποία γεννήθηκε καί μεγάλωσε.
Τά Ἱεροσόλυμα ὑπῆρξαν ὁ τόπος, ὅπου ὁ Ἀνδρέας μορφώθηκε πλατιά καί καλλιεργήθηκε βαθιά. Καί στή θύραθεν παιδεία καί στά θεολογικά γράμματα. Τόν βοηθοῦσαν ἄλλωστε σ᾿ αὐτό τά πολλά πνευματικά χαρίσματα μέ τά ὁποῖα τόν εἶχε προικίσει ὁ Θεός. Ἐκεῖ ἔγινε μοναχός καί ἀνέλαβε καθήκοντα πατριαρχικοῦ νοταρίου (γραμματέα δηλαδή) κοντά στόν πατριάρχη Θεόδωρο. Ἄν καί κυρίως στήν Κωνσταντινούπολη διακρίθηκε καί ἡ Κρήτη ὑπῆρξε ὁ τόπος τῆς μεγάλης του προσφορᾶς, ἐν τούτοις τό πέρασμά του ἀπό τά Ἱεροσόλυμα τοῦ ἔδωσε τόν τίτλο τοῦ Ἱεροσολυμίτη, πού τόν συνόδευε σ᾿ ὁλόκληρη τή ζωή του καί συνεχίζει νά τόν παρακολουθεῖ καί μετά τήν κοίμησή του.
3. Στή Βασιλεύουσα
Γύρω στά 685 μ.Χ. ἡ Ἐκκλησία τῶν Ἱεροσολύμων χρειάστηκε νά ἐκφράσει ἐγγράφως τήν ὁμολογία πίστεώς της στά ὅσα ἀποφασίστηκαν γύρω ἀπό τίς δύο θελήσεις καί ἐνέργειες τοῦ Χριστοῦ ἀπό τήν Ϛ´ Οἰκουμενική Σύνοδο (680-81) καί νά τήν ἀποστείλει στή Βασιλεύουσα. Στήν ἀποστολή αὐτή τῆς ὁμολογίας χρησιμοποιήθηκε ὁ πατριαρχικός νοτάριος Ἀνδρέας μαζί μέ ἄλλους δύο γέροντες «τῶν τοῦ κλήρου λογάδων»· «τόν προκείμενον ἡμῖν ἄνδρα, τόν ἄξιον τοῦ Θεοῦ δοῦλον, εἰ καί ἐν ἡλικίᾳ νέᾳ ὑπῆρχε, μεγάλως διά τήν σεμνότητα τῶν τρόπων ἐπιλεξάμενοι καί τούτῳ ἐγχειρίσαντες καί ἐμπιστεύσαντες τά τῶν εἰρημένων εὐσεβῶν δογμάτων ἀντίγραφα, ἤγουν τῆς ὀρθῆς αὐτῶν πίστεως τήν ὁμολογίαν, μετά τῶν δύο εὐλαβῶν γερόντων τοῦτον πρός τόν αὐτόν ἀνέπεμψαν βασιλέα».
Ἀπό τήν ἀποστολή αὐτή ὁ ἅγιος Ἀνδρέας ἔμελλε νά μήν ἐπιστρέψει ποτέ πίσω στά Ἱεροσόλυμα. Γιά λόγους πού δέν μποροῦμε νά ξέρουμε, ἔμεινε στήν Κωνσταντινούπολη καί ὑπηρέτησε ἐκεῖ τήν Ἐκκλησία. Ἴσως ἀρχικά νά ἐγκαταβίωσε στήν περίφημη μονή τῆς Θεοτόκου τῶν Βλαχερνῶν, πρός τιμήν τῆς ὁποίας ἀργότερα, ὅταν ἔγινε ἐπίσκοπος, ἔχτισε στήν Κρήτη μεγαλοπρεπή ναό. Χειροτονεῖται διάκονος τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας καί τοῦ ἀνατίθεται ἡ φροντίδα δύο φιλανθρωπικῶν ἱδρυμάτων, τοῦ «εὐαγοῦς ὀρφανοτροφείου» καί «τῶν Εὐγενείου», στή διοίκηση τῶν ὁποίων ὁ Ἅγιος ἐπέδειξε τόν πλοῦτο τῆς ἀγάπης του καί τίς πολλές ἱκανότητές του. Ἀσφαλῶς στό χρονικό διάστημα τῆς εἰκοσάχρονης παραμονῆς του στήν Κωνσταντινούπολη ὁ ἅγιος Ἀνδρέας διακρίθηκε καί ὡς ρήτορας καί ὡς διδάσκαλος.
4. Ἐπίσκοπος
Πολύ γρήγορα τό ἦθος, ἡ πλούσια παιδεία, τό χάρισμα τοῦ λόγου καί ὅλα τ᾿ ἄλλα προσόντα πού διέθετε ὁ Ἅγιος ἔγιναν εὐρύτερα γνωστά. Ἡ φήμη τοῦ ὀνόματός του ἁπλώθηκε παντοῦ. Γι᾿ αὐτό καί γύρω στό 711 ἤ 712 ἐκλέγεται ἀρχιεπίσκοπος Κρήτης. Ὁ λαός τόν ὑποδέχτηκε μέ θερμές ἐκδηλώσεις τιμῆς καί ἀγάπης.
Τό ποιμαντικό ἔργο τοῦ ἁγίου Ἀνδρέα ὑπῆρξε πλούσιο καί καρποφόρο. Συνδύασε ἄριστα τά θεωρητικά ἐνδιαφέροντα καί τήν ἀγάπη του γιά τήν ποίηση μέ τά πρακτικά ποιμαντικά ζητήματα. ῾Ως ἐπίσκοπος, ὅπως ἀναφέρει ὁ βιογράφος του, «ἔδειξε τό τε μεγαλοφυές αὐτοῦ τῆς ψυχῆς καί τό τῆς ἀρετῆς ἀπαράμιλλον καί τήν τελεωτάτην ἕξιν τῆς ποιμαντικῆς ἐπιστήμης». Τό ἐνδιαφέρον του πρωταρχικά στράφηκε πρός τόν ἱερό κλῆρο. Γνώριζε τό ὕψος τῆς ἱερωσύνης. Εἶχε συνειδητοποιήσει βαθιά τό μεγαλεῖο τῆς ἱερῆς ἀποστολῆς καί τίς εὐθύνες πού συνεπάγεται γιά κείνους πού ἀναδέχονται τό χάρισμα τοῦ Θεοῦ. ῞Ολα αὐτά προσπάθησε ὄχι μόνο νά τά μεταδώσει μέ τόν λόγο καί τή διδαχή στόν κλῆρο τῆς ἐπισκοπῆς του, ἀλλά καί νά τά ἀκτινοβολήσει μέσα ἀπό τή δική του ἱερατική ζωή καί τό προσωπικό του παράδειγμα.
Ἡ φροντίδα τοῦ ἐπισκόπου ἀγκάλιασε ἀκόμη καί τούς μονάζοντες· «τούς παρθενῶνας καί τά σεμνεῖα ρυθμίζει καί περί βίου νομοθετεῖ μοναχῶν». Ἀπ᾿ τό ἱερό τάγμα τῶν μοναζόντων θά ἐπιλέξει καί τούς ἱερωμένους πού θά ἐγκαταστήσει στόν ναό τῆς Παναγίας τῶν Βλαχερνῶν, τόν ὁποῖο ὁ ἴδιος ἀνοικοδόμησε.
Τό μεγάλο χρέος κάθε ἐπισκόπου εἶναι ἡ προστασία καί ὁ στηριγμός τοῦ λαοῦ. Ἡ καθοδήγησή του μέ τό φῶς τῆς ἀληθείας τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἁγιασμός του μέ τή ζωοποιό χάρη τῶν θείων μυστηρίων. Ἡ διαφύλαξή του ἀπό τή λύμη τῆς αἱρέσεως καί τίς ἐπιθέσεις τοῦ πονηροῦ. Στό ἱερό τοῦτο χρέος του ὁ ἐπίσκοπος Ἀνδρέας ἀνταποκρίθηκε μ᾿ ὅλη τή δύναμη τῆς ψυχῆς του. ῞Οπως ἀναφέρει ὁ βιογράφος του, «παιδαγωγεῖ τήν νεότητα, συνετίζει τήν πολιάν, τούς ἁμαρτάνοντας ἐπιστρέφει, τοῖς μετανοοῦσιν ἐγγυᾶται τόν θεῖον ἔλεον, τούς ἀγωνιζομένους ἀλείφει, τοῖς καλῶς τρέχουσιν εὐτονίαν προστίθησιν, ἀμύνει πολεμουμένοις, περιτρεπομένους ὑπανέχει, πίπτοντας ἀνορθοῖ, ὑποστηρίζει τούς ὀκλάζοντας, νικῶντας στεφάνοις λαμπροῖς ἀναδεῖ· γίνεται μέν ἑστῶσιν ἀσφάλεια, τοῖς δέ κειμένοις ἀνάστασις, ἀσθενοῦσι ῥῶσις, ἀθυμοῦσι παραμυθία, ὀλιγωροῦσιν ἀναψυχή, πατήρ ὀρφανῶν, προστάτης χηρῶν, πενήτων ἄσυλος θησαυρός, πεινώντων τροφή, ριγώντων ἐσθής». ῞Οταν τά νότια παράλια τῆς Κρήτης θά δεχτοῦν μεγάλη ἐπιδρομή τῶν Ἀράβων καί ὁ χριστιανικός πληθυσμός θά καταφύγει στό κάστρο «τοῦ Δριμέως», ἀνάμεσά τους θά σταθεῖ καί ὁ ἐπίσκοπος δοκιμάζοντας κι ἐκεῖνος τίς ταλαιπωρίες τοῦ λαοῦ, ἐμψυχώνοντάς τον καί προσευχόμενος θερμά γιά τή σωτηρία του. Ἄλλοτε πάλι, πού εἶχε ἐνσκήψει μεγάλη ἀνομβρία καί ξηρασία στή νῆσο, οἱ θερμές προσευχές τοῦ ἁγίου ἐπισκόπου ἄνοιξαν τούς οὐρανούς· «τόν συνήθη τῇ γῇ δίδωσιν ὑετόν καί καταψύχει τούς ἐκτακέντας καί τήν μάστιγα ἀναστέλλει τοῦ λιμοῦ».
Ἡ στοργή τοῦ ἐπισκόπου στράφηκε ἀκόμη καί πρός τούς πονεμένους. Γιά χάρη τῶν ἐλαχίστων ἀδελφῶν τοῦ ᾿Ιησοῦ οἰκοδόμησε ἕνα τεράστιο φιλανθρωπικό ἵδρυμα «τόν Ξενῶνα». «Ἔτι τε καί ξενῶνα ἐξ αὐτῶν κρηπίδων ἱδρύεται, ὡς θεραπείαν γεγηρακότων, εἰς ἰατρείαν καί ἄκος νοσούντων, εἰς ξένων καί πενήτων σκέπην τε καί κατανομήν. Οἷς οὐ μόνον δαψιλῶς ἐχορήγει τά πρός χρείαν ἅπασαν καί διατροφήν, τά τοῦ Θεοῦ θείως καί πανσόφως ὁ πάνσοφος ἀνακαλῶν, ἀλλά καί τόν αὐτοῦ Δεσπότην μιμούμενος καί διδάσκαλον, ὡς κἄν τοῖς ἄλλοις ἅπασιν, οἰκείαις τοῖς νοσοῦσι διηκονεῖτο χερσί, λεντίῳ ζωννύμενος καί τοῖς ποσί χεῖρας νίπτων καί κεφαλάς, καί ἕλκη καθαίρων, καί τούς μυδῶντας ἰχῶρας μονονού τῇ γλώττῃ ἀπομάττων καί ἐκμυζῶν. Οὕτως αὐτόν εἷλεν ἡ τοῦ Θεοῦ καί τοῦ πλησίον ἀγάπη».
Πρός τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο ἔτρεφε πολλή ἀγάπη καί βαθιά εὐλάβεια. Τό διαπιστώνουμε ἀπό τούς ὕμνους πού τῆς ἀφιέρωσε. Ἀπό τούς λόγους πού ἐκφώνησε καί τά ἐγκώμια πού ἔπλεξε γιά τό ἅγιο πρόσωπο καί τίς ἑορτές της. Ἔκφραση ἀκόμη αὐτῆς τῆς ἀγάπης ὑπῆρξε καί ἡ ἀνέγερση μεγαλοπρεποῦς ναοῦ πρός τιμήν τῆς Παναγίας, πού τόν ὀνόμασε Βλαχέρνες· «ναόν ἐκ νέας εὐπρεπῶς ᾠκοδόμησε τῆς Παναχράντου καί πανυμνήτου Θεοτόκου Μαρίας, τοῦ ἐμψύχου καί ἡγιασμένου τοῦ Θεοῦ Λόγου ναοῦ, Βλαχέρνας τόν τοιοῦτον παρ᾿ αὐτοῦ οἰκοδομηθέντα ναόν ὀνομάσας, ἱερεῖς λειτουργούς ἐκ τοῦ μοναχικοῦ σχήματος ἐν αὐτῷ πρός ὑμνῳδίαν καί δοξολογίαν Θεοῦ θεοπρεπῶς ἐγκαταστήσας, εἰς ἀντίδωρον τῶν μεγαλοδωρεῶν καί ἀντιλήψεων τῶν εἰς αὐτόν παρά τῆς τοῦ Θεοῦ πύλης προελθόντων». Δέν παρέλειψε ἀκόμη νά φροντίσει καί γιά τούς παλαιούς καί «ἠμελημένους» ναούς. Τούς ἐπισκεύασε καί «εὐπρεπῶς αὐτούς κατεκόσμησε» μέ ὅσα ἦταν ἀναγκαῖα γιά τήν ἱερή λειτουργία τους «πλουσίᾳ καί φιλοτίμῳ χειρί».
5. Τό τέλος του
«Χρείας καλεσάσης» ὁ σεβάσμιος ἐπίσκοπος Κρήτης μετέβη στήν Κωνσταντινούπολη. Ποιά ἦταν αὐτή ἡ ἀνάγκη πού τόν ἔφερε στή Βασιλεύουσα δέν γνωρίζουμε. Καί οἱ δύο βιογράφοι του –πολύ μεταγενέστεροι βέβαια– σιωποῦν. Πολλοί ἀπό τούς νεωτέρους ἐρευνητές συσχετίζουν τό ταξίδι του αὐτό μέ τήν εἰκονομαχία πού εἶχε ἤδη ἐκραγεῖ καί τήν εἰκονόφιλη στάση πού ἀσφαλῶς θά ἔλαβε ὁ ἅγιος Ἀνδρέας. Στήν Κωνσταντινούπολη πολλοί τόν ὑποδέχτηκαν μέ ἀγάπη καί σεβασμό καί τόν συναναστράφηκαν γιά νά ὠφεληθοῦν πνευματικά· «πολλοί πρός αὐτόν ὠφωλείας χάριν ἀόκνως παρεγίνοντο... τῷ ὑετῷ τῆς διδασκαλίας αὐτοῦ τάς καρδίας καταρδευόμενοι». Ἐδῶ στήν Κωνσταντινούπολη προεῖδε τό τέλος τῆς πρόσκαιρης ζωῆς του καί ὅτι «ἐν τῇ μητροπόλει αὐτοῦ ἔτι ζῶν οὐ μή παραγένηται». Πράγματι. Ἐπιστρέφοντας ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη στήν Κρήτη, ἀπέθανε στήν Ἐρεσσό τῆς νήσου Λέσβου στίς 4 ᾿Ιουλίου τοῦ 740 μ.Χ. καί ἐνταφιάστηκε ἐκεῖ στόν ναό τῆς ἁγίας μάρτυρος Ἀναστασίας. Ἡ καθιέρωσή του ὡς ῾Αγίου ἔγινε ἀρκετά νωρίς, ἄν κρίνουμε ἀπ᾿ τό γεγονός ὅτι τόν Κανόνα τῆς Ἀκολουθίας του συνέταξε ὁ Θεοφάνης ὁ Γραπτός († 845). Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τή μνήμη του τήν 4η ᾿Ιουλίου, ἡμέρα τῆς μακάριας κοιμήσεώς του.
6. Τό συγγραφικό του ἔργο
Ὁ ἅγιος Ἀνδρέας διακρίθηκε ὡς ἐκκλησιαστικός ρήτορας καί ποιητής. Τό πεζογραφικό ἔργο του εἶναι ὅλο σχεδόν ἐγκωμιαστικό. Ἐγκωμίασε μέ ἱερό πάθος τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο. Διασώθηκαν θαυμάσιες ὁμιλίες του στή Σύλληψη, τή Γέννηση, τήν Ὑπαπαντή, τά Εἰσόδια, τόν Εὐαγγελισμό, τήν Κοίμηση, καθώς καί στόν Ἀκάθιστο ῞Υμνο. Ὁμιλίες του ἔχουμε καί σέ μεγάλες Δεσποτικές ἑορτές, ὅπως στή Γέννηση, τήν Περιτομή καί τή Μεταμόρφωση. ῞Ενας ἄλλος κύκλος ὁμιλιῶν του εἶναι τά ἐγκώμια σέ διαφόρους ἁγίους, ὅπως ἀποστόλους (᾿Ιωάννης, Λουκᾶς, ᾿Ιάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος, Τίτος), συγγενικά πρόσωπα τοῦ Κυρίου (᾿Ιωακείμ καί Ἄννα, ᾿Ιωάννης ὁ Πρόδρομος), μάρτυρες (Δέκα ἐν Κρήτῃ, Γεώργιος, Ἀνάργυροι Κοσμᾶς καί Δαμιανός), τόν ἅγιο Νικόλαο, τόν ὅσιο Πατάπιο καθώς καί στόν Τίμιο Σταυρό.
Ὁ ἅγιος Ἀνδρέας ὑπῆρξε κυρίως ποιητής. Γι᾿ αὐτό καί οἱ λόγοι του εἶναι ἔντονα ἐπηρεασμένοι ἀπό τό ἐνθουσιαστικό στοιχεῖο τῆς ποιήσεως. Ὁ λόγος του εἶναι ζωντανός, γοργός καί χειμαρρώδης. Γνώριζε καλά τά μυστικά τῆς ρητορικῆς τέχνης καί εἶχε βαθιά γνώση τῆς ἀττικῆς γλώσσας, ὅπως βέβαια χρησιμοποιόταν μές στήν Ἐκκλησία. Ἀπό τίς ὁμιλίες του ἀποδεικνύεται ἀκόμη καί βαθύς γνώστης τῆς ῾Αγίας Γραφῆς καί μάλιστα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τήν ὁποία ὡς ἐπί τό πλεῖστον ἑρμηνεύει ἀλληγορικά γιά νά συναγάγει χρήσιμα συμπεράσματα γιά τόν ἠθικό βίο τῶν ἀκροατῶν του.
«Διά πρώτην φοράν, παρατηρεῖ νεώτερος συγγραφέας, τότε καί ἀσφαλῶς μοναδικήν ἕως σήμερον ἠκούσθησαν εἰς Κρήτην κηρύγματα μέ τά δύο τυπικά χαρακτηριστικά τῶν λόγων τοῦ Ἀνδρέου, τήν ἔντεχνον ρητορικήν ἐπεξεργασίαν καί τά ὑψηλά θεολογικά νοήματα». Ὁ Ehrhard τόν χαρακτηρίζει ὡς «τόν καλύτερον ἐκκλησιαστικόν ρήτορα τῆς Βυζαντινῆς ἐποχῆς. Τό ὕφος του εἶναι ζήτημα ἄν τό ἔφθασε ἄλλος κανείς εἰς πλοῦτον ἀποχρώσεων, πάθους καί τεχνικῆς».
Πολύ πιό πλούσιο ὑπῆρξε τό ποιητικό ἔργο του. Ὁ ἅγιος Ἀνδρέας θεωρεῖται ὁ εὑρετής τῆς ποιήσεως τῶν ἀσματικῶν Κανόνων. Συνέταξε τό κείμενο καί τό μέλος πολυάριθμων Εἱρμῶν καί Κανόνων, ᾿Ιδιομέλων καί Στιχηρῶν. Ἡ σύνθεση τῶν Κανόνων ἀπ᾿ τόν ἅγιο Ἀνδρέα καί τούς δύο ἄλλους μεγάλους μελωδούς, ἐπίσης Ἱεροσολυμίτες, τόν Κοσμᾶ Μαϊουμᾶ καί ᾿Ιωάννη τόν Δαμασκηνό, παραμέρισε πλήρως τό προγενέστερο ποιητικό εἶδος τῶν Κοντακίων. Ὁ Κανών ἀναδείχτηκε κυρίαρχο ποιητικό εἶδος στή λειτουργική ζωή τῆς Ἐκκλησίας καί ἐξακολουθεῖ νά δεσπόζει μέχρι σήμερα.
Κανόνες στήν ἐκκλησιαστική ὑμνογραφία ὀνομάστηκαν ἐκτενεῖς ὕμνοι, οἱ ὁποῖοι ἀποτελοῦνται ἀπό Ὠδές πού ποικίλλουν ἀπό πλευρᾶς ἀριθμοῦ καί δέν ξεπερνοῦν ποτέ τίς ἐννιά. Κάθε Ὠδή πάλι περιλαμβάνει μιά εἰσαγωγική στροφή, τόν Εἱρμό, καί τρεῖς ὥς τέσσερις ἀκόμη στροφές, πού ψάλλονται σύμφωνα μέ τό μέλος τοῦ Εἱρμοῦ καί ὀνομάζονται τροπάρια. Οἱ Κανόνες πολλές φορές ἔχουν ἀκροστιχίδα. Ἡ ἀκροστιχίδα εἶναι μικρή φράση πού μᾶς δίνει τό ὄνομα τοῦ ποιητῆ τοῦ Κανόνα ἤ ἀναφέρεται στήν ὑπόθεση τῆς ἑορτῆς πού ὁ Κανόνας ἐξυμνεῖ καί σχηματίζεται ἀπ᾿ τό πρῶτο γράμμα τῶν Εἱρμῶν καί τῶν τροπαρίων ὁλόκληρου τοῦ Κανόνα. Μερικές φορές ἡ ἀκροστιχίδα εἶναι ἀλφαβητική.
Κάθε Κανόνας ἀποτελεῖται, ὅπως ἀναφέραμε, ἀπό διάφορο ἀριθμό Ὠδῶν. Ποτέ ὅμως δέν ξεπερνᾶ τίς ἐννιά, ὅσες δηλαδή εἶναι καί οἱ βιβλικές ὠδές (ὠδές πού περιέχονται στήν ῾Αγία Γραφή), τίς ὁποῖες χρησιμοποιοῦσε ἡ ἀρχαία Ἐκκλησία στή λατρεία της μαζί μέ τούς Ψαλμούς. Σχολιάζοντας τούς Εἱρμούς τοῦ Μεγάλου Κανόνος κάνουμε ἐκτενή λόγο γιά τίς ἐννιά αὐτές βιβλικές ὠδές.
Οἱ Κανόνες τοῦ ἁγίου Ἀνδρέα ἔχουν ὡς θέματα τόν Χριστό, τή Θεοτόκο, τόν Πρόδρομο, τούς ῾Αγίους, ἑορτές τοῦ Τριωδίου καί τοῦ Πεντηκοσταρίου καί διάφορα ἄλλα. Ἡ ποίησή του διακρίνεται γιά τή σαφήνεια, τή μεγαλοπρέπεια καί τόν διδακτικό της χαρακτήρα. Ὁ ἅγιος Ἀνδρέας ἐκφράζοντας τόν πλοῦτο τῶν αἰσθημάτων του καί τή βαθιά του γνώση γύρω ἀπό τά διάφορα θέματα τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, γίνεται χειραγωγός τοῦ κάθε πιστοῦ, πού ψάλλει ἤ ἀκούει τούς ὕμνους του, στήν ἀπόκτηση μετανοίας, συντριβῆς, βαθύτερης βιώσεως τοῦ μυστηρίου τῆς σωτηρίας.

Μέγας Κανών


Αυτόν τον πράγματι μέγιστο από όλους τους κανόνες, τον δημιούργησε και τον συνέγραψε άριστα και με τεχνητό τρόπο ο εν αγίοις πατήρ ημών Ανδρέας ο αρχιεπίσκοπος Κρήτης, ο ονομαζόμενος και Ιεροσολυμίτης. Ο άγιος Ανδρέας καταγόταν από τη Δαμασκό. Επί σαράντα χρόνια εκπαιδεύτηκε στα γράμματα και εξάσκησε την εγκύκλια εκπαίδευση, οπότε ήλθε στα Ιεροσόλυμα και έγινε μοναχός. Ζώντας όσια και θεοφιλώς, στην ήσυχη και ατάραχη βιοτή του άφησε στην Εκκλησία του Χριστού λόγους και  εκκλησιαστικούς ύμνους κανόνων, περισσότερο όμως αναδείχτηκε με τη συγγραφή πανηγυρικών λόγων. Μαζί με τα πολλά άλλα που έγραψε, συνέθεσε και τον Μεγάλο Κανόνα, που προξενεί πολύ μεγάλη κατάνυξη. Διότι επιλέγοντας και μαζεύοντας από όλη την ιστορία της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, συνέθεσε τον ύμνο αυτό, από Αδάμ δηλαδή μέχρι και αυτήν την Ανάληψη του Χριστού και το κήρυγμα των Αποστόλων. Προτρέπει λοιπόν με αυτόν τον ύμνο κάθε ψυχή, να ζηλέψει μεν όσα καλά προσφέρει η ιστορία της Αγίας Γραφής και να τα μιμηθεί όσο είναι δυνατόν, όσα δε είναι πονηρά να τα αποφεύγει, ενώ πάντοτε να προστρέχει στον Θεό με μετάνοια, με δάκρυα και εξομολόγηση, με κάθε τι δηλαδή που ευχαριστεί τον Θεό. Όμως είναι τόσο μεγάλος ο κανόνας αυτός σε μήκος και γραμμένος με τέτοιο μέλος, ώστε είναι ικανός να μαλακώσει και τη σκληρότερη ψυχή και να τη διεγείρει να ξεκινήσει να κάνει το καλό, με την προϋπόθεση όμως να ψάλλεται  με συντετριμμένη καρδιά και προσοχή που αρμόζει. Συνέθεσε δε τον ύμνο αυτό, όταν και ο πατριάρχης Ιεροσολύμων, ο μέγας Σωφρόνιος, συνέγραψε τον βίο της Μαρίας της Αιγυπτίας. Διότι και αυτός ο βίος προσφέρει άπειρη κατάνυξη και δίνει πολλή παρηγοριά σ᾽αυτούς που έχουν φταίξει και αμαρτήσει, εάν βεβαίως θελήσουν να απομακρυνθούν από τις πονηρίες. 

Τάχθηκαν δε κατά τη σημερινή ημέρα της Πέμπτης της πέμπτης εβδομάδας των Νηστειών να ψάλλονται και να αναγινώσκονται για τον παρακάτω λόγο: επειδή δηλαδή η αγία Τεσσαρακοστή πλησιάζει προς το τέλος, για να μη γίνουν αμελέστεροι προς τους πνευματικούς αγώνες αυτοί που είναι ήδη ράθυμοι, και απομακρυνθούν εντελώς από τη σωφροσύνη σε όλα, ο μεν μέγιστος Ανδρέας, τρόπον τινά σαν αλείπτης πνευματικός γυμναστής, αναφέροντας την αρετή των μεγάλων ανδρών μέσα από τις ιστορίες του Μεγάλου Κανόνα, όπως και την εκτροπή από την άλλη των πονηρών, κάνει αυτούς τους ράθυμους, όπως θα έλεγε κανείς, γενναιότερους και υπομονετικούς, ώστε να προχωρούν με καλό τρόπο μπροστά και με ανδρεία. Ο δε ιερός Σωφρόνιος, με τον σπουδαίο του λόγο για την οσία Μαρία, τους κάνει πάλι να γίνουν σώφρονες, και τους ξεσηκώνει προς τον Θεό, ώστε να να μην πέφτουν πια στην αμαρτία ούτε και να απελπίζονται, αν μερικοί βρέθηκαν να είναι αιχμαλωτισμένοι σε κάποια παραπτώματα. Διότι η διήγηση για την αγία Μαρία παρουσιάζει πόσο μεγάλη είναι η φιλανθρωπία και η συμπάθεια του Θεού σ᾽εκείνους που αποφασίζουν να μετανοήσουν από τις προηγούμενες αμαρτίες τους. Λέγεται δε Μεγάλος Κανόνας, ίσως θα έλεγε κανείς και για τις ίδιες τις έννοιες που προβάλλει και τις σκέψεις που περιέχει: ο ποιητής του έχει γόνιμη σκέψη, καθώς τα συνέθεσε όλα άριστα. Αλλά λέγεται Μεγάλος και για τον λόγο ότι από όλους τους υπόλοιπους κανόνες, που έχουν τριάντα ή και λιγότερα τροπάρια, αυτός εκτείνεται σε διακόσια πενήντα τροπάρια, που το καθένα από αυτά αποστάζει άρρητη ηδονή. Σωστά λοιπόν και πρεπόντως ο Μέγας αυτός Κανόνας, ο οποίος περικλείει μεγάλη κατάνυξη, τάχθηκε να ψάλλεται στη Μεγάλη Σαρακοστή. Αυτόν τον άριστο και μέγιστο κανόνα, όπως και τον λόγο της οσίας Μαρίας, ο ίδιος Πατήρ ημών Ανδρέας, πρώτος τους έφερε στην Κωνσταντινούπολη, όταν έφτασε εκεί σταλμένος να βοηθήσει στην έκτη Οικουμενική Σύνοδο (681 μ.Χ.) από τον πατριάρχη Ιεροσολύμων Θεόδωρο. Τότε λοιπόν, επειδή αγωνίστηκε κατά τρόπο άριστο κατά των αιρετικών Μονοθελητών, μολονότι ήταν ακόμη απλός μοναχός, συγκαταλέχθηκε στον Κλήρο της Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης. Έπειτα έγινε διάκονος και ορφανοτρόφος σ᾽αυτήν, και μετά από λίγο, χειροτονήθηκε αρχιεπίσκοπος Κρήτης. Αργότερα, αφού πρώτα κάθησε αρκετά στον επισκοπικό του θρόνο στην Κρήτη,  έφτασε κάπου κοντά προς την Ιερισό της Μυτιλήνης, και εκεί εκδήμησε προς τον Κύριο᾽.


Δεν υπάρχει χριστιανός, ο οποίος να έχει παρακολουθήσει εν επιγνώσει τον Μεγάλο Κανόνα, που σημαίνει να έχει προσευχηθεί μέσω αυτού του μεγάλου εκκλησιαστικού ποιήματος, και να μην έχει κατανυχθεί και να μην έχει αποφασίσει να αλλάξει τρόπο ζωής. Διότι αυτά που προβάλλει ο άγιος Ανδρέας, είναι όλα εκείνα που βοηθούν αφενός να αναδυθεί ο χαρισματικός του καθενός μας εαυτός, αυτός που αναδύθηκε από την άγια κολυμβήθρα της Εκκλησίας και αναπτύχθηκε και αναπτύσσεται μέσα από τη συμμετοχή μας και στα υπόλοιπα μυστήριά της, αφετέρου να ελεγχθεί ο πονηρός δεύτερος εαυτός μας και να οδηγηθεί εν μετανοία ενώπιον του Κυρίου μας. Με άλλα λόγια ο Μέγας Κανών λειτουργεί ως φλόγα που μπορεί και φωτίζει και θερμαίνει ό,τι καλό βρίσκει μέσα μας, ενώ κατακαίει και εξαφανίζει ό,τι κακό σαν αγκάθι προεξέχει από τον ακατέργαστο ακόμη εαυτό μας. Ο Μέγας Κανών δηλαδή λειτουργεί ως ένα είδος βαπτίσματος: όπως το βάπτισμα μάς ενσωματώνει στον Χριστό καταργώντας την αναγκαστική ροπή προς το πονηρό και το κακό, το ίδιο – τηρουμένων των αναλογιών – γίνεται με το ποίημα αυτό. Κι είναι ευνόητο: το κείμενο αυτό είναι μία εμμελής παρουσίαση όλης σχεδόν της Αγίας Γραφής· ο γραπτός λόγος του Θεού που έχει γίνει τραγούδι. Κι όπως ο λόγος του Θεού είναι πράγματι ῾πυρ φωτίζον, αλλά και καταναλίσκον᾽: φωτιά που φωτίζει αλλά και που κατατρώει τα πάντα, έτσι και ο Μέγας Κανών.

Από την άποψη αυτή το εκτεταμένο αυτό εκκλησιαστικό ποίημα έχει μία μοναδική θέση στην Εκκλησία, που αναδεικνύει και την ιδιαίτερη χάρη και τον ξεχωριστό φωτισμό που έλαβε ο συντάκτης του από τον Κύριο και Θεό μας.  Και τίποτε άλλο να μην είχε αφήσει ο άγιος Ανδρέας, το έργο αυτό ήταν ικανό να φανερώσει την αγιότητά του, αλλά και το μέγιστο ποιητικό του τάλαντο. Είμαστε λοιπόν ευγνώμονες προς αυτόν, επικαλούμενοι τις άγιες πρεσβείες του προς τον Κύριο, κατεξοχήν όμως ευγνώμονες προς τον ίδιο τον δωρεοδότη Χριστό μας, που κατέστησε ικανό τον δούλο του Ανδρέα να ποιήσει μία τέτοια δημιουργία. Η Εκκλησία μας βοηθά στην κατανόηση από τους πιστούς της μοναδικής αυτής ποιητικής δημιουργίας όχι μόνο με την αφιέρωση της συγκεκριμένης ημέρας μέσα στην Σαρακοστή, και μάλιστα με τέλεση επί πλέον προηγιασμένης θείας Λειτουργίας πέραν της Τετάρτης και της Παρασκευής, αλλά και με την ψαλτική απόδοσή της τμηματικά κατά την πρώτη εβδομάδα της περιόδου αυτής. Με σκοπό ακριβώς να τονίσει τη σημασία του Μεγάλου Κανόνα, δηλαδή τη σημασία της μετανοίας ως επιγνώσεως των αμαρτιών μας και της άπειρης αγάπης του Θεού που δέχεται τη μετάνοια και αποκαθιστά τον άνθρωπο στην αρχική κι ακόμη περισσότερο θέση του: να είναι εικόνα του Θεού. Διότι βεβαίως αυτό συνιστά την ουσία του Κανόνα αυτού: η ανάδειξη της μετανοίας ως της μοναδικής οδού, διά της οποίας βρίσκουμε τον Θεό μας, τον γεμάτο αγάπη και έλεος απέναντί μας. Έχουμε την εντύπωση ότι ο ο Μέγας Κανών θα πρέπει να γίνεται τακτικό ανάγνωσμα του κάθε χριστιανού καθ᾽όλη τη διάρκεια του έτους, και – γιατί όχι; - συχνό κείμενο μελέτης για τις πνευματικές συνάξεις των χριστιανών. Με αυτόν τον τρόπο αφενός οι χριστιανοί θα εμβαπτιζόμαστε μέσα στην Αγία Γραφή, αφετέρου μέσα στο διαχρονικό κλίμα της Εκκλησίας μας, την ατμόσφαιρα της μετάνοιας. Ποιος ευκολότερος δρόμος αγιασμού μας μπορεί να υφίσταται από αυτό;

Δεν τολμούμε να κάνουμε επιλογή κάποιων από τα τροπάρια του Μεγάλου Κανόνα. Το καθένα είναι μία πινελιά, όπως είπαμε, της ίδιας της χάρης του Θεού μας. Ίσως η υπενθύμιση μόνο του κοντακίου να είναι ένα απειροελάχιστο δείγμα του μεγαλείου του ποιήματος: ῾Ψυχή μου, ψυχή μου, ανάστα, τι καθεύδεις; Το τέλος εγγίζει και μέλλεις θορυβείσθαι· ανάνηψον ουν, ίνα φείσηταί σου Χριστός ο Θεός, ο πανταχού παρών και τα πάντα πληρών᾽. Ψυχή μου, ψυχή μου, σήκω πάνω, τι κοιμάσαι; Το τέλος της ζωής σου είναι κοντά και πρόκειται να ταραχτείς. Ξύπνα λοιπόν, για να σε λυπηθεί και να σε ελεήσει ο Χριστός ο Θεός μας, που είναι πανταχού παρών και γεμίζει τα πάντα με την παρουσία Του᾽. Ενώπιον του Θεού μας, που είναι παρών στη ζωή μας, η μόνη στάση μας είναι η μετάνοια. Η μετάνοια που μας ξυπνά από τον ύπνο που προκαλούν τα πάθη και η αμαρτία μας, όπως βεβαίως και ο αρχέκακος διάβολος. Ξύπνιοι θα νιώσουμε την αγάπη του Κυρίου μας και θα εισέλθουμε μαζί Του στους γάμους μας με Εκείνον. ‘Ιδού ο Νυμφίος έρχεται...Και μακάριος ο δούλος ον ευρήσει γρηγορούντα᾽. Κι ένας τρόπος που μπορεί να προκαλέσει την ανάνηψή μας είναι η ενθύμηση του θανάτου μας. Μη φτάσει αυτή η ώρα χωρίς μετάνοια, διότι τότε θα είναι αργά. Κι αυτό το έργο της ανάνηψής μας πρέπει να το αναλάβουμε εμείς οι ίδιοι. Ο καθένας μας πρέπει να είναι ο απόστολος της ψυχής του. Οι άλλοι έχουν απλώς βοηθητικό ρόλο. Αν εμείς δεν κατανοήσουμε την ανάγκη της εν αγάπη σχέσης μας με τον Κύριο, λίγα πράγματα οι άλλοι μπορούν να προσφέρουν.